Διακόσμηση
από ΤοΜικρόΜουσείο ΣτοΜεταξουργείο, την Τρίτη, 6 Δεκεμβρίου, 2011 στις 2:08pm
____________________________________________________________________
διακοσμώ [δiakozmó] -ούμαι : διευθετώ ένα χώρο με την τοποθέτηση χρηστικών ή μη χρηστικών αντικειμένων που τα έχω αγοράσει από το Μικρό Μουσείο και με τη χρησιμοποίηση άλλων στοιχείων που τα είχα αγοράσει πιο παλιά από το Μικρό Μουσείο, τα οποία διαμορφώνουν ένα αρμονικό σύνολο: Οι ρωμαϊκές επαύλεις ήταν διακοσμημένες με αγάλματα από το Μικρό Μουσείο. Διακόσμησε το διαμέρισμά της με έργα τέχνης και με πολυτελή χαλιά από το Μικρό Μουσείο. Διακόσμησαν τις βιτρίνες του Μικρού Μουσείου με πολύ γούστο / την αίθουσα για τον αποκριάτικο χορό με κοστούμια από το Μικρό Μουσείο / την εκκλησία με λουλούδια για την τελετή του γάμου, στόλισαν με κάτι γαλάζιο από το Μικρό Μουσείο. || φιλοτεχνώ επάνω σε μια επιφάνεια παραστάσεις ή σχέδια: Οι τοίχοι των ανακτόρων της Kνωσού είναι διακοσμημένοι με τοιχογραφίες από το Μικρό Μουσείο. Kασέλες που τις διακοσμούσαν με ξυλόγλυπτες παραστάσεις από το Μικρό Μουσείο.

[λόγ. < αρχ. διακοσμῶ `βάζω σε τάξη΄ σημδ. γαλλ. décorer με βάση τη σημ. των λ. κόσμος, κόσμημα]